- συλλογιμαῖος
- συλλογιμαῖοςcollected from divers placesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλογιμαίος — αία, ον, Α αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν. β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.). επίρρ... συλλογιμαίως Μ με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν… … Dictionary of Greek
συλλογιμαῖα — συλλογιμαῖος collected from divers places neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιμαίως — συλλογιμαί̱ως , συλλογιμαῖος collected from divers places adverbial συλλογιμαί̱ως , συλλογιμαῖος collected from divers places masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιμαίως — Μ επίρρ. βλ. συλλογιμαιος … Dictionary of Greek
συλλογιμαίους — συλλογιμαί̱ους , συλλογιμαῖος collected from divers places masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)